κλυδασμός

κλυδασμός
ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι]
1. κλυδωνισμός*
2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση
3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος παρατηρείται σε λιμάνια και όρμους, όταν στο πέλαγος παρατηρείται κλύδωνας
αρχ.
ορμή τών κυμάτων ή κυματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλυδασμοί — κλυδασμός surging of waves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδασμοῦ — κλυδασμός surging of waves masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδασμῷ — κλυδασμός surging of waves masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεστία — η, Ν ωκεαν. ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός, φαινόμενο ανάλογο με την αποθαλασσία, που εκδηλώνεται σε ορισμένους λιμένες με χαρακτηριστικό προσανατολισμό ως προς το πέλαγος, όταν σε αυτό επικρατεί κλύδωνας, η λεγόμενη χονδρή θάλασσα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”